- ἰτητικώτατον
- ἰτητικόςmost ready to encountermasc acc superl sgἰτητικόςmost ready to encounterneut nom/voc/acc superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιτητικός — ἰτητικός, ή, όν (Α) [ιτάω] ιταμός*, παράτολμος («ἰτητικώτατον ὁ θυμὸς πρὸς τοὺς κινδύνους», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek